- ἄποτοι
- ἄποτοςnot drinkablemasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιχαίνω — ἐπιχαίνω (Α) [χαίνω] 1. χάσκω, κοιτάζω κάτι με ανοιχτό το στόμα («ἄποτοι καὶ ἄγευστοι καὶ ξηροὶ τὸ στόμα, ἐπικεχηνότες μόνον τῷ χρυσίῳ», Λουκιαν.) 2. επιθυμώ με πάθος κάτι 3. κοροϊδεύω, πειράζω κάποιον … Dictionary of Greek